- οφθαλμοβολή
- ηβλέμμα, ματιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + βολή.Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Γρ. Ξενόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek